- απούντο
- επίρρ.1) точно (о весе, количестве и т. п.); 2) точно, в назначенное время
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απούντο — κ. ιπούντο επίρρ. 1. ακριβώς, στην καθορισμένη ώρα 2. (γιά ποσό ή βάρος) ακριβώς τόσο «απούντο δέκα οκάδες». [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. appunto «ακριβώς»] … Dictionary of Greek